Anonymous

ἐπιχλευάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχλευάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χλευάζω]], [[κοροϊδεύω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> λέω περιφρονητικά.
|mltxt=[[ἐπιχλευάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χλευάζω]], [[κοροϊδεύω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> λέω περιφρονητικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχλευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[περιγελώ]], <i>τι</i>, σε Πλούτ.· [[μιλώ]] περιφρονητικά, σε Βάβρ.
}}
}}