ἐπόπτης: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπόπτης:''' -ου, ὁ ([[ἐπόψομαι]], μέλ. του [[ἐφοράω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[ἐπόπτης]] πόνου, [[θεατής]], σε Αισχύλ.· ἐπ. [[τῶν]] στρατηγουμένων, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπόπτης:''' -ου, ὁ ([[ἐπόψομαι]], μέλ. του [[ἐφοράω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[ἐπόπτης]] πόνου, [[θεατής]], σε Αισχύλ.· ἐπ. [[τῶν]] στρατηγουμένων, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπόπτης:''' дор. [[ἐπόπτας]], ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> (на что-л.) взирающий, наблюдающий, созерцатель, свидетель (πόνων Aesch.; τῶν ἀνθρωπίνων Plat.; τῶν στρατηγουμένων Dem.);<br /><b class="num">2)</b> страж (Πυθῶνος Pind.);<br /><b class="num">3)</b> культ. эпопт, «созерцатель» (высшая ступень посвященных в Элевсинские мистерии) Plut.
}}
}}