3,274,754
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπόπτης:''' -ου, ὁ ([[ἐπόψομαι]], μέλ. του [[ἐφοράω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[ἐπόπτης]] πόνου, [[θεατής]], σε Αισχύλ.· ἐπ. [[τῶν]] στρατηγουμένων, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπόπτης:''' -ου, ὁ ([[ἐπόψομαι]], μέλ. του [[ἐφοράω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[ἐπόπτης]] πόνου, [[θεατής]], σε Αισχύλ.· ἐπ. [[τῶν]] στρατηγουμένων, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπόπτης:''' дор. [[ἐπόπτας]], ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> (на что-л.) взирающий, наблюдающий, созерцатель, свидетель (πόνων Aesch.; τῶν ἀνθρωπίνων Plat.; τῶν στρατηγουμένων Dem.);<br /><b class="num">2)</b> страж (Πυθῶνος Pind.);<br /><b class="num">3)</b> культ. эпопт, «созерцатель» (высшая ступень посвященных в Элевсинские мистерии) Plut. | |||
}} | }} |