ἐρρωμένος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρρωμένος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[ῥώννυμι]], χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] σωματική [[κατάσταση]], [[δυνατός]], [[σφριγηλός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], αντίθ. προς το [[ἄρρωστος]], σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., <i>ἐρρωμενέστερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἐρρωμένως]], με [[αποφασιστικότητα]], ανδροπρεπώς, έντονα, με [[θράσος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐρρωμένος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[ῥώννυμι]], χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] σωματική [[κατάσταση]], [[δυνατός]], [[σφριγηλός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], αντίθ. προς το [[ἄρρωστος]], σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., <i>ἐρρωμενέστερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἐρρωμένως]], με [[αποφασιστικότητα]], ανδροπρεπώς, έντονα, με [[θράσος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρρωμένος:''' (part. pf. pass. к [[ῥώννυμι]])<br /><b class="num">1)</b> крепкий, сильный, мощный ([[δύναμις]] Plat.; [[τράχηλος]], [[φωνή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> решительный, энергичный (ἄνθρωποι Plat.): ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Xen. с большей решимостью;<br /><b class="num">3)</b> ожесточенный ([[τειχομαχίη]] Xen.).
}}
}}