Anonymous

ἐρρωμένος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐρρωμένος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[σθεναρός]], [[σωματώδης]]<br /><b>2.</b> [[εύτολμος]], [[ανδρείος]]<br /><b>3.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) [[ισχυρός]], [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», <b>Ξεν.</b><br />β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρρωμένως</i><br />σθεναρά, ρωμαλέα, με [[πείσμα]], με [[γενναιότητα]], άφοβα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρρωμαι</i>, παρακμ. του ρ. <i>ρώννυμαι</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐρρωμένος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[σθεναρός]], [[σωματώδης]]<br /><b>2.</b> [[εύτολμος]], [[ανδρείος]]<br /><b>3.</b> (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) [[ισχυρός]], [[έντονος]], [[δυνατός]] (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», <b>Ξεν.</b><br />β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρρωμένως</i><br />σθεναρά, ρωμαλέα, με [[πείσμα]], με [[γενναιότητα]], άφοβα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έρρωμαι</i>, παρακμ. του ρ. <i>ρώννυμαι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρρωμένος:''' -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του [[ῥώννυμι]], χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] σωματική [[κατάσταση]], [[δυνατός]], [[σφριγηλός]], [[ρωμαλέος]], [[εύρωστος]], αντίθ. προς το [[ἄρρωστος]], σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., <i>ἐρρωμενέστερος</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· επίρρ. [[ἐρρωμένως]], με [[αποφασιστικότητα]], ανδροπρεπώς, έντονα, με [[θράσος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}