ἑρκεῖος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑρκεῖος:''' -ον ή -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στο [[ἕρκος]] ή στο [[προαύλιο]], στον περίβολο, [[Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ο [[προστάτης]] του σπιτιού, του οίκου, [[επειδή]] το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο <i>ἕρκον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πύλαι</i>, [[θύρα]] ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος [[στέγη]], η [[ίδια]] η [[αυλή]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἑρκεῖος:''' -ον ή -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στο [[ἕρκος]] ή στο [[προαύλιο]], στον περίβολο, [[Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ο [[προστάτης]] του σπιτιού, του οίκου, [[επειδή]] το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο <i>ἕρκον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πύλαι</i>, [[θύρα]] ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος [[στέγη]], η [[ίδια]] η [[αυλή]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρκεῖος:''' атт. [[ἕρκειος]] 2 и 3 принадлежащий ограде, относящийся к дому, домашний (πύλαι, [[θύρα]] Aesch.): ἕ. [[στέγη]] Soph. наружная часть палатки.
}}
}}