ἑρκεῖος

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκεῖος Medium diacritics: ἑρκεῖος Low diacritics: ερκείος Capitals: ΕΡΚΕΙΟΣ
Transliteration A: herkeîos Transliteration B: herkeios Transliteration C: erkeios Beta Code: e(rkei=os

English (LSJ)

(freq. written ἕρκειος in codd.), ον, also α, ον A.Ch.653:—
A of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑρκεῖος, as the household god, Od.22.335, Hdt.6.68, S.Ant.487, E.Tr.17, Cratin.Jun.9, Pl.Euthd.302d, Arist.Mu.401a20: abs., Ἑρκεῖος, ὁ, Paus.4.17.4; also βωμὸς ἑρκεῖος Pi. Pae.6.114.
2 Ἑρκεῖοι, οἱ, = Lat. Penates, D.H.1.67.
3 πύλαι, θύρα ἑ., the gates, door of the court, A.Ch.561, 571, 653; πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης S.Aj.108; ἐφ' ἑρκείῳ πυρᾷ E.Tr.483.

German (Pape)

[Seite 1031] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, v.l. ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, ἕρκος, hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
att. ἕρκειος;
qui concerne l'enceinte d'une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία θύρα ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία στέγη SOPH toit d'une tente ; particul. Ζεὺς ἕρκειος OD, Ζὴν ἕρκειος SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l'autel était placé dans la cour.
Étymologie: ἕρκος.

Russian (Dvoretsky)

ἑρκεῖος: атт. ἕρκειος 2 и 3 принадлежащий ограде, относящийся к дому, домашний (πύλαι, θύρα Aesch.): ἕ. στέγη Soph. наружная часть палатки.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκεῖος: (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, ὡσαύτως α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἕρκος, εἰς τὸ προαύλιον, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, ἐπειδὴ ὁ βωμὸς ἢ τὸ ἄγαλμα αὐτοῦ ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου Διός· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος Ζεὺς παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.

English (Autenrieth)

(ἕρκος): of the enclosure, of the court (αὐλή), epithet of Zeus as household god, having his altar in the court, Od. 22.355†. (See plate III., at end of volume.)

English (Slater)

ἑρκεῖος of Zeus Herkeios, of the household πρὸς ἑρκεῖον βωμόν (Pae. 6.114)

Greek Monolingual

ἑρκεῖος, -ον και ἑρκεῖος, -α -ον (Α) έρκος
1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῖαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, Σοφ.
β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», Ευρ.)
3. (ως προσωνυμία του Διός) «Ζεὺς Ἑρκεῖος» — ο Ζευς, ο προστάτης της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας
4. το αρσ. ως ουσ. α) ὁ Ἑρκεῖος
ο Ζεύς
β) στον πληθ.
οἱ Ἑρκεῖοι
οι εφέστιοι θεοί
5. φρ. «ἑρκεῖος βωμός» — ο βωμός του Ερκείου Διός Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἑρκεῖος: -ον ή -α, -ον,
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο ἕρκος ή στο προαύλιο, στον περίβολο, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ο προστάτης του σπιτιού, του οίκου, επειδή το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο ἕρκον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. πύλαι, θύρα ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος στέγη, η ίδια η αυλή, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἑρκεῖος, ον
1. of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑρκεῖος, the household god, because his statue stood in the ἕρκος, Od., Hdt., etc.
2. πύλαι, θύρα ἕρκ. the gates, door of the court, Aesch.; ἑρκεῖος στέγη the court itself, Soph.

English (Woodhouse)

of the courtyard

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)