εὐανακόμιστος: Difference between revisions

2b
(14)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐανακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[υγεία]]) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανα</i>-[[κομίζω]].
|mltxt=[[εὐανακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[υγεία]]) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανα</i>-[[κομίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰνᾰκόμιστος:''' досл. легко возвращаемый, перен. отходчивый, уступчивый ([[θυμός]] Plut.).
}}
}}