εὐεπίτακτος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεπίτακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε [[τάξη]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐεπίτακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε [[τάξη]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεπίτακτος:''' послушный, податливый (sc. [[γυνή]] Anth.).
}}
}}