εὐεπίτακτος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
εὐεπίτακτον, submissive, εἴς τι AP 11.73 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1065] dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui obéit sans peine, docile.
Étymologie: εὖ, ἐπιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπίτακτος: послушный, податливый (sc. γυνή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίτακτος: -ον, εὐχερῶς εἰς τάξιν τιθέμενος, εὐάγωγος, Ἀνθ. Π. 11. 73.
Greek Monolingual
εὐεπίτακτος, -ον (Α)
υπάκουος σε διαταγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].
Greek Monotonic
εὐεπίτακτος: -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε τάξη, ευπειθής, υπάκουος, σε Ανθ.