εὐμαρής: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμᾰρής:''' -ές ([[μάρη]], [[άχρηστος]] [[τύπος]] αντί [[χείρ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εύκολος]], [[πρόσφορος]], [[πρόχειρος]], [[βολικός]], [[άνετος]], σε Θέογν.· εὐμ. [[χείρωμα]], εύκολη [[λεία]], σε Αισχύλ.· <i>εὐμαρές</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι εύκολο να, σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως και, <i>ἐν εὐμαρεῖ</i> (<i>ἐστι</i>), στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, Επικ. <i>-ρέως</i>, ήπια, σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> εύκολα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὐμᾰρής:''' -ές ([[μάρη]], [[άχρηστος]] [[τύπος]] αντί [[χείρ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εύκολος]], [[πρόσφορος]], [[πρόχειρος]], [[βολικός]], [[άνετος]], σε Θέογν.· εὐμ. [[χείρωμα]], εύκολη [[λεία]], σε Αισχύλ.· <i>εὐμαρές</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., είναι εύκολο να, σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως και, <i>ἐν εὐμαρεῖ</i> (<i>ἐστι</i>), στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, Επικ. <i>-ρέως</i>, ήπια, σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> εύκολα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμᾰρής:''' [арх. [[μάρη]] = [[χείρ]]<br /><b class="num">1)</b> легкий, легко достающийся ([[χείρωμα]], [[ἀπαλλαγή]] Aesch.): εὐμαρές (sc. ἐστι) Pind., Eur., Arst. или ἐν εὐμαρεῖ (sc. ἐστι) Eur. легко, нетрудно;<br /><b class="num">2)</b> которому все легко достается, т. е. всемогущий ([[χρόνος]] θεὸς εὐ. Soph.).
}}
}}