εὐμνημόνευτος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμνημόνευτος:''' -ον, αυτός που εύκολα [[κάποιος]] τον θυμάται, [[αξιομνημόνευτος]], σε Δημ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''εὐμνημόνευτος:''' -ον, αυτός που εύκολα [[κάποιος]] τον θυμάται, [[αξιομνημόνευτος]], σε Δημ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμνημόνευτος:''' <b class="num">1)</b> легко запоминающийся или легко вспоминающийся Dem., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> достойный запоминания, заслуживающий упоминания, достопамятный Plat.
}}
}}