Anonymous

εὐμνημόνευτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμνημόνευτος]], -ον)<br />αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται [[κάποιος]] εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόχειρος]], [[προσιτός]] («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μνημονευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνημονεύω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμνημόνευτος]], -ον)<br />αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται [[κάποιος]] εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόχειρος]], [[προσιτός]] («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μνημονευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνημονεύω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμνημόνευτος:''' -ον, αυτός που εύκολα [[κάποιος]] τον θυμάται, [[αξιομνημόνευτος]], σε Δημ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Αριστ.
}}
}}