εὐσυνάλλακτος: Difference between revisions

2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσυνάλλακτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[συμβιβαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυναλλάκτως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με τρόπο που δείχνει τίμια [[συναλλαγή]]<br /><b>2.</b> αποτελεσματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i>-<i>αλλάσσομαι</i>].
|mltxt=[[εὐσυνάλλακτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[συμβιβαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυναλλάκτως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με τρόπο που δείχνει τίμια [[συναλλαγή]]<br /><b>2.</b> αποτελεσματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i>-<i>αλλάσσομαι</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσυνάλλακτος:''' сговорчивый: οὐκ εὐ. πρὸς ἀκρόασιν Plut. не слушающий убеждений.
}}
}}