εὐχετάομαι: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐχετάομαι:''' αποθ., μόνο σε Επικ. ενεστ. και παρατ. [[εὐχετόωνται]], <i>-όωντο</i>, απαρ. <i>-άασθαι</i> ([[εὔχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[προσεύχομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[αφιερώνω]], [[τάζω]], ορκίζομαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[προσποιούμαι]], [[κομπάζω]], κορδώνομαι, [[καυχησιολογώ]], με απαρ., τίνες [[ἔμμεναι]] [[εὐχετόωνται]]; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἐπ' ἀνδράσιν εὐχ</i>., καυχιέται εις [[βάρος]] τους, στο ίδ.
|lsmtext='''εὐχετάομαι:''' αποθ., μόνο σε Επικ. ενεστ. και παρατ. [[εὐχετόωνται]], <i>-όωντο</i>, απαρ. <i>-άασθαι</i> ([[εὔχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[προσεύχομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[αφιερώνω]], [[τάζω]], ορκίζομαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[υποκρίνομαι]], [[προσποιούμαι]], [[κομπάζω]], κορδώνομαι, [[καυχησιολογώ]], με απαρ., τίνες [[ἔμμεναι]] [[εὐχετόωνται]]; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἐπ' ἀνδράσιν εὐχ</i>., καυχιέται εις [[βάρος]] τους, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχετάομαι:''' эп. (= [[εὔχομαι]]; только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> обращаться с мольбами, молиться (θεοῖσι, Κρονίωνι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> воздавать хвалу, восхвалять ([[θεῶν]] Διῒ Νέστορι δ᾽ [[ἀνδρῶν]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. εὐ. [[ἐπέεσσι]] Hom.) хвастаться, хвалиться (ἐπί τινι Hom.);<br /><b class="num">4)</b> горделиво объявлять: τίνες [[ἔμμεναι]] [[εὐχετόωνται]]; Hom. кем они объявляют себя?
}}
}}