ἐφόλκιον: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφόλκιον:''' τό ([[ἐφέλκω]]), μικρό [[πλοίο]], [[λέμβος]], [[βάρκα]] πλοίου· μεταφ., [[προσάρτημα]], [[παράρτημα]], σε Ανθ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἐφόλκιον:''' τό ([[ἐφέλκω]]), μικρό [[πλοίο]], [[λέμβος]], [[βάρκα]] πλοίου· μεταφ., [[προσάρτημα]], [[παράρτημα]], σε Ανθ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφόλκιον:''' τό<b class="num">1)</b> буксируемая лодка, шлюпка Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. груз, багаж ([[ὄλπη]] μοι καὶ [[πήρη]] ἐφόλκια Anth.).
}}
}}