3,277,301
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐγένειος:''' Επικ. ἠϋγεν-, -ον ([[γένειον]]), λέγεται για [[λιοντάρι]], αυτό που έχει ωραία [[χαίτη]], σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ. | |lsmtext='''εὐγένειος:''' Επικ. ἠϋγεν-, -ον ([[γένειον]]), λέγεται για [[λιοντάρι]], αυτό που έχει ωραία [[χαίτη]], σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐγένειος:''' эп. [[ἠϋγένειος]] 2<br /><b class="num">1)</b> пышногривый ([[λῖς]], [[λέων]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> густобородый ([[ἄνδρες]] Luc.): οὐ [[πάνυ]] εὐ. Plat. с не очень густой бородой;<br /><b class="num">3)</b> густо обросший, лохматый ([[ὄψις]], sc. [[Πανός]] HH). | |||
}} | }} |