Anonymous

εὐγένειος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐγένειος]], -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[λιοντάρι]]) αυτός που έχει ωραία [[χαίτη]] («[[λέων]]... ἠϋγένειος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]].
|mltxt=[[εὐγένειος]], -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[λιοντάρι]]) αυτός που έχει ωραία [[χαίτη]] («[[λέων]]... ἠϋγένειος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐγένειος:''' Επικ. ἠϋγεν-, -ον ([[γένειον]]), λέγεται για [[λιοντάρι]], αυτό που έχει ωραία [[χαίτη]], σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ.
}}
}}