3,274,216
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω ή φέρομαι με [[ευσέβεια]] και [[ευλάβεια]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, [[απέναντι]] σε κάποιον, στον ίδ.· <i>εὐσ. τὰ πρὸς θεούς</i>, σε ζητήματα που αναφέρονται στους θεούς, που έχουν [[σχέση]] με τους θεούς, στον ίδ.· επίσης, <i>εὐσ. θεούς</i>, ο [[σεβασμός]] προς αυτούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὐσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω ή φέρομαι με [[ευσέβεια]] και [[ευλάβεια]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, [[απέναντι]] σε κάποιον, στον ίδ.· <i>εὐσ. τὰ πρὸς θεούς</i>, σε ζητήματα που αναφέρονται στους θεούς, που έχουν [[σχέση]] με τους θεούς, στον ίδ.· επίσης, <i>εὐσ. θεούς</i>, ο [[σεβασμός]] προς αυτούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσεβέω:''' <b class="num">1)</b> быть благочестивым, окружать благоговейным почитанием (θεούς Aesch.): εὐ. περὶ θεούς Plat. и πρὸς θεούς Anth., тж. εὐ. τὰ πρὸς θεούς Soph., Isocr. и τὰ περὶ θεούς Isocr. чтить богов, быть набожным;<br /><b class="num">2)</b> чтить, уважать (εἴς τινα Soph., Eur. и περί τινα Eur.; τι NT). | |||
}} | }} |