Anonymous

εὐσεβέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω ή φέρομαι με [[ευσέβεια]] και [[ευλάβεια]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, [[απέναντι]] σε κάποιον, στον ίδ.· <i>εὐσ. τὰ πρὸς θεούς</i>, σε ζητήματα που αναφέρονται στους θεούς, που έχουν [[σχέση]] με τους θεούς, στον ίδ.· επίσης, <i>εὐσ. θεούς</i>, ο [[σεβασμός]] προς αυτούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐσεβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω ή φέρομαι με [[ευσέβεια]] και [[ευλάβεια]], σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, [[απέναντι]] σε κάποιον, στον ίδ.· <i>εὐσ. τὰ πρὸς θεούς</i>, σε ζητήματα που αναφέρονται στους θεούς, που έχουν [[σχέση]] με τους θεούς, στον ίδ.· επίσης, <i>εὐσ. θεούς</i>, ο [[σεβασμός]] προς αυτούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσεβέω:''' <b class="num">1)</b> быть благочестивым, окружать благоговейным почитанием (θεούς Aesch.): εὐ. περὶ θεούς Plat. и πρὸς θεούς Anth., тж. εὐ. τὰ πρὸς θεούς Soph., Isocr. и τὰ περὶ θεούς Isocr. чтить богов, быть набожным;<br /><b class="num">2)</b> чтить, уважать (εἴς τινα Soph., Eur. и περί τινα Eur.; τι NT).
}}
}}