ἔφοδος: Difference between revisions

1,966 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔφοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδός]] προς κάποιο [[μέρος]], [[προσέγγιση]], [[προσέλευση]], [[πρόσοδος]], σε Θουκ., Ξεν.· [[μέσο]] προσέγγισης για [[συναλλαγή]] και [[επικοινωνία]], <i>παρ' ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισαγωγή]] εμπορευμάτων, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδρομή]], [[προσβολή]], [[επίθεση]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[ἔφοδος]]:</b> ὁ, [[επιθεωρητής]] περιπόλου που κάνει [[επιθεώρηση]] φρουράς τη [[νύχτα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἔφοδος]]:</b> -ον, [[ευπρόσιτος]], [[βατός]], [[προσιτός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἔφοδος:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδός]] προς κάποιο [[μέρος]], [[προσέγγιση]], [[προσέλευση]], [[πρόσοδος]], σε Θουκ., Ξεν.· [[μέσο]] προσέγγισης για [[συναλλαγή]] και [[επικοινωνία]], <i>παρ' ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισαγωγή]] εμπορευμάτων, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδρομή]], [[προσβολή]], [[επίθεση]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">• [[ἔφοδος]]:</b> ὁ, [[επιθεωρητής]] περιπόλου που κάνει [[επιθεώρηση]] φρουράς τη [[νύχτα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἔφοδος]]:</b> -ον, [[ευπρόσιτος]], [[βατός]], [[προσιτός]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔφοδος:''' <b class="num">I</b> ἡ<br /><b class="num">1)</b> путь (к чему-л.), доступ, подход, подступ (ἐπὶ τοὺς πολεμίους Xen.): [[ἄλλῃ]] ἐφόδῳ ἐπιὼν τῷ λόφῳ Thuc. подойдя к холму другим путем;<br /><b class="num">2)</b> средство, способ: γνώμης [[μᾶλλον]] ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Thuc. более путем убеждения, чем силы;<br /><b class="num">3)</b> сношение, общение (αἱ παρ᾽ ἀλλήλους ἔφοδοι Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> доступ (ἔφοδον δοῦναί τινι ἐπὶ τοὺς πολλούς Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> привоз, доставка (ἀποκλείειν τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.);<br /><b class="num">6)</b> план, метод (τῆς ἐξηγήσεως Polyb.): κατὰ τὴν παροῦσαν ἔφοδον Arst. согласно настоящему плану;<br /><b class="num">7)</b> нападение, приступ, набег, натиск (στρατιᾶς Thuc.; στρατεύματος Xen.; πολεμίων Arst.): ἔφοδον ποιεῖσθαι Thuc. совершать нападение; ἔφοδον δέξασθαι Plat. или [[ὑπομεῖναι]] Polyb. выдержать натиск; ἔφοδοι μελανείμονες Aesch. натиск одетых в черное (Эриний); ἔ. κύματος Arst., Plut.; наводнение; ἐξ ἐφόδου Polyb., Plut.; с первого же удара, с ходу.<br /><b class="num">II</b> ὁ производящий осмотр или проверку Xen., Polyb.<br />доступный: ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῖς πολεμίοις Thuc. там, куда неприятели имели наилучший доступ.
}}
}}