εὔμοιρος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), [[ευτυχισμένος]] με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί [[καλή]] [[περιουσία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὔμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), [[ευτυχισμένος]] με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί [[καλή]] [[περιουσία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμοιρος:''' <b class="num">1)</b> одаренный счастьем, получивший счастливый удел Luc.;<br /><b class="num">2)</b> участвующий (в чем-л.), причастный Plat.
}}
}}