εὔμοιρος
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
εὔμοιρον, well-endowed by fortune, B.5.1; opp. ἄμοιρος, Pl.Smp. 197d, cf. Ph.1.282, Call.Del. 295, AP6.278 (Rhian.), Luc.JConf.19. Adv. εὐμοίρως, ἀποθανεῖν J.AJ 8.12.6; βιώσασα IG12(5).319 (Paros): Comp. -ότερον, ἀποθνῄσκειν App.Hann.29.
German (Pape)
[Seite 1081] der ein gutes Loos hat, glücklich, χθών Aesch. Eum. 850; Callim. Del. 295 u. a. sp. D.; Prosa, theilhaftig, Gegensatz ἄμοιρος, Plat. Conv. 197 d. – Adv. εὐμοίρως, glücklich, ἀποθανεῖν Ios.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien partagé, heureux.
Étymologie: εὖ, μοῖρα.
Russian (Dvoretsky)
εὔμοιρος:
1 одаренный счастьем, получивший счастливый удел Luc.;
2 участвующий (в чем-л.), причастный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμοιρος: -ον, εὔκληρος, ὄλβιος, καλόμοιρος, εὐτυχής, εὐδαίμων, ἀντίθετον τῷ ἄμοιρος, Πλάτ. Συμπ. 197D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀνθ. Π. 6. 278, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 19· περὶ τῆς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμενίσι 890 γραφῆς τοῦ κώδικος: τῇ δὲ γ’ ἀμοίρου, ἴδε γημόρος. - Ἐπίρρ. -ρως, = εὐτυχῶς, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου: Συγκρ. -ότερον, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.
Greek Monolingual
εὔμοιρος, -ον (Α)
καλότυχος, τυχερός, ευτυχής.
επίρρ...
εὐμοίρως (Α)
ευτυχισμένα, με καλή τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μοίρα].
Greek Monotonic
εὔμοιρος: -ον (μοῖρα), ευτυχισμένος με καλούς κλήρους, αυτός που του έχει αποδοθεί καλή περιουσία, σε Πλάτ.