ζύγιος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζύγιος:''' -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], δηλ. [[ικανός]] να ζευχθεί σε [[ζυγό]]· [[ζύγιος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Αριστοφ.· με γεν., <i>θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας</i>, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.
|lsmtext='''ζύγιος:''' -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], δηλ. [[ικανός]] να ζευχθεί σε [[ζυγό]]· [[ζύγιος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Αριστοφ.· με γεν., <i>θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας</i>, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζύγιος:''' и 2 (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> яремный, упряжной ([[ἵππος]] Eur., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> (о повозке) запряженный: θηρῶν ζύγιοι σατίναι Eur. колесницы, запряженные дикими зверями;<br /><b class="num">3)</b> сочетающий браком, соединяющий в брачный союз (Ἣρη Anth.).
}}
}}