Anonymous

ζύγιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζύγιος]], -ον, θηλ. και [[ζυγία]] (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («[[ζύγιος]] [[ἵππος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζυγίτης]]<br /><b>3.</b> [[έγγαμος]], παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ζύγιον]]<br />[[υποζύγιο]] ζώο<br /><b>6.</b> (επίθ. θεοτήτων και [[κυρίως]] της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό [[βάρος]], που δεν [[είναι]] [[λιποβαρής]].
|mltxt=[[ζύγιος]], -ον, θηλ. και [[ζυγία]] (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («[[ζύγιος]] [[ἵππος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζυγίτης]]<br /><b>3.</b> [[έγγαμος]], παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ζύγιον]]<br />[[υποζύγιο]] ζώο<br /><b>6.</b> (επίθ. θεοτήτων και [[κυρίως]] της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό [[βάρος]], που δεν [[είναι]] [[λιποβαρής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζύγιος:''' -α, -ον και -ος, -ον (ζῠγόν), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], δηλ. [[ικανός]] να ζευχθεί σε [[ζυγό]]· [[ζύγιος]] [[ἵππος]], [[άλογο]] που έχει ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Αριστοφ.· με γεν., <i>θηρῶν ζυγίους ζεύξασα σατίνας</i>, έχοντας ζεύξει άμαξες με ζευγάρια ζώων ως υποζύγια, σε Ευρ.
}}
}}