ἡδυπαθέω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυπᾰθέω:''' ([[ἡδυπαθής]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω τρυφηλά, [[απολαμβάνω]] τις ηδονές του σώματος, είμαι [[πολυτελής]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἡδυπᾰθέω:''' ([[ἡδυπαθής]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω τρυφηλά, [[απολαμβάνω]] τις ηδονές του σώματος, είμαι [[πολυτελής]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠπᾰθέω:''' утопать в роскоши, жить среди наслаждений Xen., Plut.
}}
}}