ἡδυντικός: Difference between revisions

2b
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡδυντικός]], -ή, -όν) [[ηδύνω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] [[γλυκό]] και νόστιμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ηδυντικά</i><br />τα καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[ευχαρίστηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡδυντική</i><br />η [[τέχνη]] της καρυκεύσεως.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡδυντικός]], -ή, -όν) [[ηδύνω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] [[γλυκό]] και νόστιμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ηδυντικά</i><br />τα καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[ευχαρίστηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡδυντική</i><br />η [[τέχνη]] της καρυκεύσεως.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδυντικός:''' улучшающий вкус, услаждающий ([[τέχνη]] Plat.): τὰ ἡδυντικά Arst. вкусовые приправы.
}}
}}