Anonymous

ἡδυντικός: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυντικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.
|lstext='''ἡδυντικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡδυντικός]], -ή, -όν) [[ηδύνω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] [[γλυκό]] και νόστιμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ηδυντικά</i><br />τα καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[ευχαρίστηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡδυντική</i><br />η [[τέχνη]] της καρυκεύσεως.
}}
}}