θαυματοποιός: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαυμᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., [[μάγος]], [[ταχυδακτυλουργός]], [[απατεώνας]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''θαυμᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., [[μάγος]], [[ταχυδακτυλουργός]], [[απατεώνας]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμᾰτοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ фокусник, жонглер Plat., Arst., Plut.<br />творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).
}}
}}