3,273,066
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θαυμᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., [[μάγος]], [[ταχυδακτυλουργός]], [[απατεώνας]], σε Πλάτ., Δημ. | |lsmtext='''θαυμᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., [[μάγος]], [[ταχυδακτυλουργός]], [[απατεώνας]], σε Πλάτ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θαυμᾰτοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ фокусник, жонглер Plat., Arst., Plut.<br />творящий чудеса (ὄνειροι Luc.). | |||
}} | }} |