ἤσκειν: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἤσκειν:''' αντί <i>ἤσκεεν</i>, γʹ ενικ. παρατ. του [[ἀσκέω]].
|lsmtext='''ἤσκειν:''' αντί <i>ἤσκεεν</i>, γʹ ενικ. παρατ. του [[ἀσκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἤσκειν:''' эп. (из *ἤσκεεν) 3 л. sing. impf. к [[ἀσκέω]].
}}
}}