ἤσκειν
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
French (Bailly abrégé)
p. ἤσκεεν;
3ᵉ sg. impf. épq. de ἀσκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἤσκειν: эп. (из *ἤσκεεν) 3 л. sing. impf. к ἀσκέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἤσκειν: ἀντὶ ἤσκεεν, γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ ἀσκέω, Ἰλ. Γ. 388.
English (Autenrieth)
see ἀσκέω.
Greek Monotonic
ἤσκειν: αντί ἤσκεεν, γʹ ενικ. παρατ. του ἀσκέω.