θηροκτόνος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· <i>ἐν φοναῖς θηροκτόνοις</i>, δηλ. στο [[κυνήγι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θηροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· <i>ἐν φοναῖς θηροκτόνοις</i>, δηλ. στο [[κυνήγι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηροκτόνος:''' убивающий диких животных: [[φοναί]] θηροκτόνοι Eur. истребительная, т. е. обильная охота.
}}
}}