Anonymous

θηροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηροκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο [[κυνήγι]], Ευριπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλληλο</i>-[[κτόνος]], <i>τυραννο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[θηροκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο [[κυνήγι]], Ευριπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλληλο</i>-[[κτόνος]], <i>τυραννο</i>-[[κτόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· <i>ἐν φοναῖς θηροκτόνοις</i>, δηλ. στο [[κυνήγι]], σε Ευρ.
}}
}}