3,276,318
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηράσιμος:''' [ᾱ], ον ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θηράσιμος:''' [ᾱ], ον ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηράσιμος:''' (ᾱ) достижимый, осуществимый: οὐ θηράσιμοι γάμοι Aesch. невозможный брак. | |||
}} | }} |