3,271,499
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρόος:''' Αττ. θροῦς, ὁ ([[θρέομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θόρυβος]] σαν από πολλές φωνές, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[θόρυβος]] του πλήθους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δήλωση]], [[φήμη]], όπως το Λατ. [[rumor]], σε Ξεν. | |lsmtext='''θρόος:''' Αττ. θροῦς, ὁ ([[θρέομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θόρυβος]] σαν από πολλές φωνές, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[θόρυβος]] του πλήθους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δήλωση]], [[φήμη]], όπως το Λατ. [[rumor]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρόος:''' атт. стяж. θροῦς ὁ<br /><b class="num">1)</b> крик, голос: οὐ πάντων [[ἦεν]] ὁμὸς θ. Hom. не у всех (у ратей) был одинаковый (боевой) клич;<br /><b class="num">2)</b> звук, звучание (ὕμνων Pind.; αὐλῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> ропот (θ. διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.): τὸν θροῦν αἰσθόμενοι Thuc. услышав об этом ропоте;<br /><b class="num">4)</b> слух (θροῦς τις διῆλθε Xen., Plut.). | |||
}} | }} |