3,244,115
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰᾱτός:''' (ῑ) [adj. verb. к [[ἰάομαι]] излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται [[τοῦτο]] καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо. | |||
}} | }} |