ἰατός: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἰᾱτός:''' -ή, -όν ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, [[θεραπεύσιμος]], [[ιάσιμος]], σε Πίνδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰᾱτός:''' (ῑ) [adj. verb. к [[ἰάομαι]] излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται [[τοῦτο]] καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.
}}
}}