ἰατός
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν, curable, Pi.I.8(7).15, Pl.Lg.862c,al.
German (Pape)
[Seite 1234] heilbar, wieder gut zu machen, Plat. Legg. V, 731 c IX, 862 c u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτός: (ῑ) [adj. verb. к ἰάομαι излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται τοῦτο καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 30, Πλάτ. Νόμ. 862C, κ. ἀλλ.
English (Slater)
ῑᾱτός curable ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν)
ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].
ἰᾱτος, -ον (Α)
1. ο παρασκευασμένος από ία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰᾱτον
ποτό παρασκευασμένο από μέλι, κρασί και άρωμα ίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ία, πληθ. του ίον «μενεξές»].
Greek Monotonic
ἰᾱτός: -ή, -όν (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, θεραπεύσιμος, ιάσιμος, σε Πίνδ., Πλάτ.
Middle Liddell
ἰᾱτός, ή, όν ἰάομαι
curable, Pind., Plat.
Translations
curable
Bulgarian: излечим; Catalan: guarible, curable; Czech: vyléčitelný; Finnish: parannettavissa oleva, hoidettavissa oleva, kovettuva; French: curable; German: heilbar; Ancient Greek: ἰάσιμος, ἰατός, ἀκέσμιος, ἀκεστός; Hungarian: gyógyítható; Italian: curabile; Latin: sanabilis; Manx: so-lheihys; Norwegian Bokmål: helbredelig; Portuguese: curável; Spanish: curable; Swedish: botbar; Turkish: tedavi edilebilir