θρῴσκω: Difference between revisions

1,347 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρῴσκω:''' Επικ. παρατ. <i>θρῷσκον</i>, μέλ. [[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔθορον]], Επικ. <i>θόρον</i>, Ιων. απαρ., <i>θορέειν</i> (από τη √<i>ΘΟΡ</i>, η οποία εμφανίζεται στο μέλ. και στον αόρ. βʹ)<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πηδώ]], [[αναπηδώ]], [[αναβρύζω]], <i>ἐκ δίφροιο</i>, <i>ἀπὸ λέκτροιο</i>, σε Όμηρ.· λέγεται για βέλη, <i>ἀπὸ νευρῆφι θρῷσκον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το [[κουπί]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ακολουθ. από πρόθ., [[πηδώ]] πάνω σε, δηλ. επιτίθεμαι, [[εφορμώ]], ἐπὶ [[Τρώεσσι]] θόρον, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για επανερχόμενη ανά διαστήματα [[αρρώστια]], [[προσβάλλω]], [[πλήττω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ορμώ]], [[εφορμώ]], σε Πίνδ., Σοφ.· μεταφ., <i>πεδάρσιοι θρῴσκουσι</i>, αναπηδούν στον αέρα, εξαφανίζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ανέρχομαι]], [[ανεβαίνω]], [[ιππεύω]], <i>ὁ θρῴσκων</i>, ο [[επιβήτορας]], στον ίδ.
|lsmtext='''θρῴσκω:''' Επικ. παρατ. <i>θρῷσκον</i>, μέλ. [[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔθορον]], Επικ. <i>θόρον</i>, Ιων. απαρ., <i>θορέειν</i> (από τη √<i>ΘΟΡ</i>, η οποία εμφανίζεται στο μέλ. και στον αόρ. βʹ)<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πηδώ]], [[αναπηδώ]], [[αναβρύζω]], <i>ἐκ δίφροιο</i>, <i>ἀπὸ λέκτροιο</i>, σε Όμηρ.· λέγεται για βέλη, <i>ἀπὸ νευρῆφι θρῷσκον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το [[κουπί]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ακολουθ. από πρόθ., [[πηδώ]] πάνω σε, δηλ. επιτίθεμαι, [[εφορμώ]], ἐπὶ [[Τρώεσσι]] θόρον, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για επανερχόμενη ανά διαστήματα [[αρρώστια]], [[προσβάλλω]], [[πλήττω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ορμώ]], [[εφορμώ]], σε Πίνδ., Σοφ.· μεταφ., <i>πεδάρσιοι θρῴσκουσι</i>, αναπηδούν στον αέρα, εξαφανίζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ανέρχομαι]], [[ανεβαίνω]], [[ιππεύω]], <i>ὁ θρῴσκων</i>, ο [[επιβήτορας]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρῴσκω:''' и [[θρώσκω]] (эп. impf. θρῷσκον, fut. [[θοροῦμαι]], эп. aor. [[θόρον]] - conjct. [[θόρω]])<br /><b class="num">1)</b> прыгать, спрыгивать, соскакивать ([[χαμᾶζε]], ἐκ δίφροιο, ἀπὸ λέκτροιο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вспрыгивать, вскакивать (ἐπὶ δίφρου Hes.): θρῴσκων [[ἰχθύς]] Hom. вынырнувшая рыба;<br /><b class="num">3)</b> отскакивать: ἀπὸ νευρῆφι ὀϊστοὶ θρῷσκον Hom. с тетив стали слетать стрелы; [[πλάτα]] θρῴσκει Soph. весло взлетает;<br /><b class="num">4)</b> бросаться, набрасываться, нападать (ἐπὶ [[Τρώεσσι]] Hom.): θρῴσκει δ᾽ αὖ ἀγρία [[νόσος]] Soph. вновь подступает жестокая боль;<br /><b class="num">5)</b> быстро идти, спешить, нестись, мчаться (δόμους Soph.; [[πεδίον]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> (= [[θορνύομαι]]) покрывать, оплодотворять (κνώδαλα Aesch.): ὁ θρῴσκων Aesch. производитель, самец, перен. мужчина.
}}
}}