Anonymous

θρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ
1,424 bytes added ,  30 December 2018
5
(SL_1)
(5)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θρῴσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[spring]] [[forward]] “ἐπ' ἀκταῖσιν [[θορών]]” (P. 4.36) [[εἶπε]] δ' ἐν μέσσοις (αὐτὴν sc.) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν [[πρῶτος]] θορὼν [[ἀμφί]] οἱ ψαύσειε πέπλοις (P. 9.119)
|sltr=[[θρῴσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[spring]] [[forward]] “ἐπ' ἀκταῖσιν [[θορών]]” (P. 4.36) [[εἶπε]] δ' ἐν μέσσοις (αὐτὴν sc.) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν [[πρῶτος]] θορὼν [[ἀμφί]] οἱ ψαύσειε πέπλοις (P. 9.119)
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρῴσκω:''' Επικ. παρατ. <i>θρῷσκον</i>, μέλ. [[θοροῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔθορον]], Επικ. <i>θόρον</i>, Ιων. απαρ., <i>θορέειν</i> (από τη √<i>ΘΟΡ</i>, η οποία εμφανίζεται στο μέλ. και στον αόρ. βʹ)<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πηδώ]], [[αναπηδώ]], [[αναβρύζω]], <i>ἐκ δίφροιο</i>, <i>ἀπὸ λέκτροιο</i>, σε Όμηρ.· λέγεται για βέλη, <i>ἀπὸ νευρῆφι θρῷσκον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το [[κουπί]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ακολουθ. από πρόθ., [[πηδώ]] πάνω σε, δηλ. επιτίθεμαι, [[εφορμώ]], ἐπὶ [[Τρώεσσι]] θόρον, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για επανερχόμενη ανά διαστήματα [[αρρώστια]], [[προσβάλλω]], [[πλήττω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ορμώ]], [[εφορμώ]], σε Πίνδ., Σοφ.· μεταφ., <i>πεδάρσιοι θρῴσκουσι</i>, αναπηδούν στον αέρα, εξαφανίζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[ανέρχομαι]], [[ανεβαίνω]], [[ιππεύω]], <i>ὁ θρῴσκων</i>, ο [[επιβήτορας]], στον ίδ.
}}
}}