καβάλλης: Difference between revisions

2b
(18)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καβάλλης]], ὁ (Α)<br />[[άλογο]] που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως [[δάνειο]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>caballus</i>, αρχ. σλαβ. <i>kobyla</i>, τουρκ. <i>kaval</i>, αρχ. περσ. <i>kaval</i>). Κατ' άλλους, ο τ. [[καβάλλης]] προέρχεται από το λατ. <i>caballus</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[άλογο]])].
|mltxt=[[καβάλλης]], ὁ (Α)<br />[[άλογο]] που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως [[δάνειο]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>caballus</i>, αρχ. σλαβ. <i>kobyla</i>, τουρκ. <i>kaval</i>, αρχ. περσ. <i>kaval</i>). Κατ' άλλους, ο τ. [[καβάλλης]] προέρχεται από το λατ. <i>caballus</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[άλογο]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰβάλλης:''' ου ὁ (рабочая) лошадь Plut., Anth.
}}
}}