καρωτικός: Difference between revisions

2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καρωτικός]], -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]<br />αυτός που επιφέρει [[κάρωση]], [[αναισθητικός]], [[ναρκωτικός]], [[υπνωτικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καρωτικός]], -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]<br />αυτός που επιφέρει [[κάρωση]], [[αναισθητικός]], [[ναρκωτικός]], [[υπνωτικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρωτικός:''' усыпляющий, погружающий в сон (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.; τὸ [[πνεῦμα]] Plut.).
}}
}}