καρωτικός
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
καρωτική, καρωτικόν, stupefying, soporific, κ. ὁ κρίθινος Arist.Fr.106, cf. Dsc.4.64; κ. φάρμακα Gal.10.817; δυνάμεις, ἐπιβροχαί, Id.11.711, 14.733, cf. Porph.Abst.1.27.
German (Pape)
[Seite 1332] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ οἶνος καρηβαρικός, ὁ δὲ κριθινὸς καρωτικός Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = καρωτίδες.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρωτικός: усыпляющий, погружающий в сон (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.; τὸ πνεῦμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ κρίθινος (δηλ. οἶνος) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καρωτικός, -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]
αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός.