καρτερούντως: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρτερούντως:''' επίρρ. του [[καρτερέω]], [[δυνατά]], καρτερικά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''καρτερούντως:''' επίρρ. του [[καρτερέω]], [[δυνατά]], καρτερικά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρτερούντως:''' стойко, мужественно (ἀμύνεσθαι Plat.).
}}
}}