καρτερούντως
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
Adv. of καρτερέω, strongly, stoutly, Pl.R. 399b, Iamb.VP32.220.
German (Pape)
[Seite 1331] adv. vom part. praes. καρτερέω, mutig, ἀμύνεσθαι Plat. Rep. III, 399 b.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec courage, avec résolution, avec patience.
Étymologie: part. de καρτερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρτερούντως [καρτερέω] adv. standvastig, moedig.
Russian (Dvoretsky)
καρτερούντως: стойко, мужественно (ἀμύνεσθαι Plat.).
Greek Monolingual
καρτερούντως (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, -οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκούντως].
Greek Monotonic
καρτερούντως: επίρρ. του καρτερέω, δυνατά, καρτερικά, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καρτερούντως: Ἐπίρρ τοῦ καρτερέω, μετὰ καρτερίας, ἰσχυρῶς, καρτερούντως ἀμυνομένου τὴν τύχην Πλάτ. Πολ. 399Β.