κάπρος: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάπρος:''' (φύσει <i>ᾰ</i>), ὁ, [[γουρούνι]], [[αγριογούρουνο]], Λατ. [[aper]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[σῦς]] [[κάπριος]], στο ίδ.
|lsmtext='''κάπρος:''' (φύσει <i>ᾰ</i>), ὁ, [[γουρούνι]], [[αγριογούρουνο]], Λατ. [[aper]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[σῦς]] [[κάπριος]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάπρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> (или [[σῦς]] κ.) кабан, вепрь (преимущ. дикий) Hom., Hes. etc.;<br /><b class="num">2)</b> «кабан» (вид речной рыбы) Arst.
}}
}}