Anonymous

κάπρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (AM [[κάπρος]])<br />ο [[αγριόχοιρος]], το [[αγριογούρουνο]] («ερυμάνθειος [[κάπρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>kapro</i>- «[[τράγος]], [[κριάρι]]» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. <i>caper</i>, ουμβρικό <i>cabru</i>, αρχ. νορβ. <i>hafr</i>, που έχουν όλα τη σημ. «[[τράγος]], [[κριάρι]]». Η [[διαφορά]] της σημ. της λ. [[κάπρος]] οφείλεται στο ότι στην ελλ. πλάστηκε η λ. [[τράγος]] (που συνδέεται με το ρ. [[τρώγω]]) που δήλωσε το αντίστοιχο ζώο κι [[έτσι]] ο τ. [[κάπρος]] δήλωσε το [[αγριογούρουνο]] και [[μάλιστα]] χρησιμοποιήθηκε και ως επίθ. (<i>σῦς [[κάπρος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάπραινα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάπρειος]], [[καπρία]], [[καπρίδιον]], [[καπρίζω]], [[κάπριος]], [[καπρίσκος]], [[καπριώ]], [[καπρώ]], [[καπρώζομαι]], [[καπρών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπρί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καπροφάγος]], [[καπροφόνος]].
|mltxt=ὁ (AM [[κάπρος]])<br />ο [[αγριόχοιρος]], το [[αγριογούρουνο]] («ερυμάνθειος [[κάπρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε IE <i>kapro</i>- «[[τράγος]], [[κριάρι]]» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. <i>caper</i>, ουμβρικό <i>cabru</i>, αρχ. νορβ. <i>hafr</i>, που έχουν όλα τη σημ. «[[τράγος]], [[κριάρι]]». Η [[διαφορά]] της σημ. της λ. [[κάπρος]] οφείλεται στο ότι στην ελλ. πλάστηκε η λ. [[τράγος]] (που συνδέεται με το ρ. [[τρώγω]]) που δήλωσε το αντίστοιχο ζώο κι [[έτσι]] ο τ. [[κάπρος]] δήλωσε το [[αγριογούρουνο]] και [[μάλιστα]] χρησιμοποιήθηκε και ως επίθ. (<i>σῦς [[κάπρος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάπραινα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάπρειος]], [[καπρία]], [[καπρίδιον]], [[καπρίζω]], [[κάπριος]], [[καπρίσκος]], [[καπριώ]], [[καπρώ]], [[καπρώζομαι]], [[καπρών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καπρί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καπροφάγος]], [[καπροφόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάπρος:''' (φύσει <i>ᾰ</i>), ὁ, [[γουρούνι]], [[αγριογούρουνο]], Λατ. [[aper]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[σῦς]] [[κάπριος]], στο ίδ.
}}
}}