καταγελαστικός: Difference between revisions

2b
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγελαστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγελώ]]<br />ο [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταγελαστικῶς]] (Α)<br />χλευαστικά, εμπαικτικά.
|mltxt=[[καταγελαστικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγελώ]]<br />ο [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταγελαστικῶς]] (Α)<br />χλευαστικά, εμπαικτικά.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγελαστικός:''' насмешливый Men.
}}
}}