καταιωρέομαι: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταιωρέομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], <i>κατῃωρεῦντο</i> (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ.
|lsmtext='''καταιωρέομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], <i>κατῃωρεῦντο</i> (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταιωρέομαι:''' свисать, висеть (θύσανοι χρύσειοι [[κατῃωρεῦντο]] Hes.).
}}
}}