καταιωρέομαι

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιωρέομαι Medium diacritics: καταιωρέομαι Low diacritics: καταιωρέομαι Capitals: ΚΑΤΑΙΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kataiōréomai Transliteration B: kataiōreomai Transliteration C: kataioreomai Beta Code: kataiwre/omai

English (LSJ)

Pass., hang down, θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225.

German (Pape)

[Seite 1351] herabhangen; θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.

French (Bailly abrégé)

καταιωροῦμαι;
être pendant, flotter.
Étymologie: κατά, αἰωρέω.

Russian (Dvoretsky)

καταιωρέομαι: свисать, висеть (θύσανοι χρύσειοι κατῃωρεῦντο Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

καταιωρέομαι: Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.

Greek Monotonic

καταιωρέομαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, κατῃωρεῦντο (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ.

Middle Liddell

Pass. to hang down, κατῃωρεῦντο (ionic imperf.) Hes.